αδιαφόρετος

αδιαφόρετος
-η, -ο [διαφορώ]
1. αυτός που δεν παρέχει διάφορο, δηλαδή ωφέλεια ή κέρδος, ανώφελος, άσκοπος, άχρηστος
2. επίρρ. αδιαφόρετα
χωρίς κέρδος ή χωρίς τόκο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αδιαφόρετος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε δίνει διάφορο, κέρδος: Αυτός τίποτε δεν κάνει αδιαφόρετα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιαφόρευτος — η, ο [διαφορεύω] ο αδιαφόρετος* …   Dictionary of Greek

  • αδιαφόρητος — (I) η, ο (Α ἀδιαφόρητος, ον) [διαφορῶ] αυτός που δεν περνά από τους πόρους τού σώματος, δεν εξατμίζεται ή δεν αποβάλλεται με την εφίδρωση. (II) η, ο (Α ἀδιαφόρητος, ον) [ἀδιαφορῶ] αδιαφόρετος, αδιάφορος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”